λιντσάρω

λιντσάρω
λιντσάρισα (λ. αγγλ.), φονεύω κάποιον επειδή τον θεωρώ ένοχο χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη: Το πλήθος ασυγκράτητο λιντσάρισε το δολοφόνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιντσάρω — λιντσάρω, λιντσάρισα βλ. πίν. 55 Σημειώσεις: λιντσάρω : σπάνια η παθητική φωνή (λιντσάρομαι) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιντσάρω — και λυντσάρω θανατώνω με λιντσάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Lynch, όν. Αμερικανού δικαστή ο οποίος πρώτος εφάρμοσε τη μέθοδο αυτή] …   Dictionary of Greek

  • λιντσάρισμα — και λυντσάρισμα, το [λιντσάρω] τρόπος άμεσης εκτέλεσης ατόμου από εξαγριωμένο πλήθος, χωρίς προηγούμενη νόμιμη διαδικασία, ο οποίος εφαρμόστηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ από τον δικαστή Τζ. Λυντς …   Dictionary of Greek

  • λυντσάρω — βλ. λιντσάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”