- λιντσάρω
- λιντσάρισα (λ. αγγλ.), φονεύω κάποιον επειδή τον θεωρώ ένοχο χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη: Το πλήθος ασυγκράτητο λιντσάρισε το δολοφόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.